Σύμφωνα με το Ελληνικό Δίκαιο στην Ελλάδα μπορούν να συσταθούν οι παρακάτω τύποι εταιριών:
Προσωπικές εταιρείες
Ομόρρυθμη και ετερόρρυθμη . Οι προσωπικές εταιρείες απαιτούν την σύμπραξη τουλάχιστον δύο φυσικών ή νομικών προσώπων.
Κεφαλαιούχες εταιρείες
Ανώνυμη Εταιρία (ΑΕ), Ιδιωτική Κεφαλαιουχική Εταιρία (ΙΚΕ), Εταιρία Περιορισμένης Ευθύνης (ΕΠΕ).
Για όλες τις παραπάνω μορφές εταιριών απαιτείται οι ιδρυτές να πληρούν τις παρακάτω προϋποθέσεις
Έλληνες Πολίτες
Να κατέχουν Δελτίο Αστυνομικής Ταυτότητας και Αριθμό Φορολογικού Μητρώου
Πολίτες χωρών της ΕΕ
Να κατέχουν Δελτίο Αστυνομικής Ταυτότητας ή διαβατήριο καθώς και Αριθμό Φορολογικού Μητρώου. Επίσης κατά περίπτωση και εφόσον ασκούν την εμπορική δραστηριότητα από την χώρα τους να έχουν ορίσει φορολογικό εκπρόσωπο στην Ελλάδα
Πολίτες τρίτων χωρών
Να κατέχουν διαβατήριο σε ισχύ και να είναι κάτοχοι άδειας διαμονής εφόσον επιθυμούν να είναι ταυτόχρονα και διαχειριστές της εταιρείας, διαφορετικά αρκεί και μόνο το διαβατήριο. Επίσης κατά περίπτωση και εφόσον ασκούν την εμπορική δραστηριότητα από την χώρα τους, να έχουν ορίσει φορολογικό εκπρόσωπο στην Ελλάδα
Γενικές προϋποθέσεις
Τα ιδρυτικά μέλη μπορεί να είναι φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Τα φυσικά πρόσωπα πρέπει να έχουν συμπληρώσει το δέκατο όγδοο (18ο) έτος της ηλικίας τους (σύμφωνα με το άρθρο 127 του Αστικού Κώδικα, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 του Ν.1329/83)
Τα κύρια χαρακτηριστικά των παραπάνω εταιριών είναι τα ακόλουθα:
Ομόρρυθμη Εταιρία
Ετερόρρυθμη Εταιρία
Ανώνυμη Εταιρεία (ΑΕ)
Ιδιωτική Κεφαλαιουχική Εταιρία (ΙΚΕ)
Εταιρία Περιορισμένης Ευθύνης (ΕΠΕ)
Ευθύνες Διοικούντων
Φορολογικές Οφειλές
Στην Ελλάδα έχει θεσπισθεί ήδη από το 1923 προσωπική και αλληλέγγυα ευθύνη των διοικούντων εταιρίες – αρχικά των διοικούντων ανώνυμες εταιρίες και σταδιακά και τις λοιπές εταιρικές μορφές – για τις βεβαιώμενες φορολογικές οφειλές των εταιριών έναντι του Δημοσίου. Σήμερα η ευθύνη ρυθμίζεται από τις διατάξεις του άρθρ. 50 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013, στο εξής ΚΦΔ), με τις οποίες ουσιαστικά, σε μεγάλο βαθμό, μεταφέρθηκαν και αναδιατυπώθηκαν οι διατάξεις του προϊσχύσαντος άρθρ. 115 του ν. 2238/1994, διευρύνοντας ωστόσο το υποκειμενικό και αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής τους. Μία βασική διαφοροποίηση του ισχύοντος δικαίου είναι η καθιέρωση προσωπικής ευθύνης για τους διοικούντες κάθε νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα και άρα και κάθε μορφής εταιρία, σε αντίθεση με την περιοριστική απαρίθμηση συγκεκριμένων εταιρικών μορφών του προγενέστερου νομοθετικού καθεστώτος.
Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρ. 50 του ΚΦΔ, τα πρόσωπα που είναι διευθυντές, πρόεδροι, διαχειριστές, διευθύνοντες σύμβουλοι, εντεταλμένοι στη διοίκηση και εκκαθαριστές των νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων κατά το χρόνο της διάλυσης ή συγχώνευσης τους, φέρουν προσωπική και αλληλέγγυα ευθύνη για την πληρωμή του φόρου, των τόκων και των προστίμων, που οφείλονται από αυτά τα νομικά πρόσωπα και τις νομικές οντότητες καθώς και του φόρου που παρακρατείται, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσης τους. Στα νομικά πρόσωπα που συγχωνεύονται, ευθύνεται αλληλεγγύως μαζί με τα πιο πάνω πρόσωπα, για την πληρωμή των κατά το προηγούμενο εδάφιο οφειλόμενων φόρων του διαλυόμενου νομικού προσώπου και εκείνο που το απορρόφησε ή το νέο νομικό πρόσωπο που συστήθηκε ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσης τους. Συνεπώς, η ως άνω ευθύνη καθιερώνεται καταρχάς κατά τη διάλυση ή συγχώνευση του νομικού προσώπου. Η έννοια της διάλυσης της εταιρίας, κατά αναλογία προς την πάγια νομολογία αναφορικά με την αντίστοιχη προϊσχύσασα διάταξη του άρθρ. 115 παρ. 1 του ν. 2238/1994, αναφέρεται στη λύση της εταιρίας.
Όμως η προσωπική και αλληλέγγυα ευθύνη των διοικούντων εταιρίες για τις φορολογικές οφειλές των τελευταίων δεν περιορίζεται μόνον στη λύση ή συγχώνευση της εταιρίας αλλά καθιερώνεται και κατά τη λειτουργία της. Ειδικότερα, όπως ορίζει η παρ. 2 του άρθρ. 50 του ΚΦΔ, τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 ευθύνονται προσωπικώς και αλληλεγγύως για τους παρακρατούμενους φόρους, τον ΦΠΑ και όλους τους επιρριπτόμενους φόρους και κατά τη διάρκεια λειτουργίας του νομικού προσώπου που εκπροσωπούν ως εξής: α) Αν έχει γίνει η παρακράτηση φόρου, όλα τα πρόσωπα που είχαν μία από τις ως άνω ιδιότητες από τη λήξη της προθεσμίας απόδοσης του φόρου και μετά. β) Αν δεν έχει γίνει η παρακράτηση φόρου, όλα τα πρόσωπα, που είχαν μία από τις πιο πάνω ιδιότητες κατά το χρόνο που υπήρχε η υποχρέωση παρακράτησης του φόρου.
Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει σαφώς ότι κατά τη λύση ή συγχώνευση της εταιρίας, η ευθύνη των διοικούντων εταιρίες καταλαμβάνει κάθε είδος φόρου και προστίμου, που ρυθμίζεται από τον ΚΦΔ, αλλά και τους αντίστοιχους τόκους. Αντίθετα, η ευθύνη των διοικούντων κατά τη λειτουργία της εταιρίας περιορίζεται στους παρακρατούμενους φόρους, τον Φ.Π.Α. και όλους τους επιρριπτόμενους και κατά συνέπεια είναι περιορισμένη ως προς το αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής της. Η διαφοροποίηση αυτή, ουσιαστικά έχει ιστορική προέλευση, καθώς ο νομοθέτης ήδη από το 1923 είχε θεσπίσει την ανάλογη ευθύνη μόνον κατά τη λύση της εταιρίας, θέτοντας ως αιτιολογική βάση την ανάγκη του Δημοσίου να διασφαλίσει, κατά το δυνατόν, την είσπραξη των οφειλόμενων από το νομικό πρόσωπο φόρων, προτού αυτό οδηγηθεί στην οριστική «εξαφάνισή» του. Στην πορεία των χρόνων, η αύξηση του φαινομένου της φοροδιαφυγής και η συνήθης ανεπάρκεια της εταιρικής περιουσίας ως προς την κάλυψη των φορολογικών της οφειλών οδήγησε στην επέκταση της ευθύνης των διοικούντων εταιρίες και κατά το στάδιο της λειτουργίας τους, μόνο όμως για τις ως άνω κατηγορίες φόρου, οι οποίες λόγω της φύσης τους χρήζουν ιδιαίτερου «κολασμού».
Πέραν των ανωτέρω, οι νόμιμοι εκπρόσωποι εταιριών, υπόχρεων σε ενιαίο φόρο ιδιοκτησίας ακινήτων (ΕΝΦΙΑ), αλλά και ο εκκαθαριστής ή προσωρινός διαχειριστής εταιρίας, που έχει τεθεί σε εκκαθάριση ή βρίσκεται κάτω από αναγκαστική διαχείριση, ευθύνονται σε ολόκληρο, μαζί με τους υπόχρεους, για την πληρωμή των τόκων και προστίμων, που οφείλονται σε δικές τους πράξεις ή παραλείψεις (άρθρ. 50 παρ. 5 του ΚΦΔ). Η ως άνω αλληλέγγυα ευθύνη των νομίμων εκπροσώπων εταιριών καταλαμβάνει μόνον τους τόκους και τα πρόστιμα, που απορρέουν από τη μη ή την εκπρόθεσμή καταβολή του ΕΝΦΙΑ ή άλλες συναφείς παραβάσεις και εφαρμόζεται κατά το στάδιο λειτουργίας της εταιρίας. Αντίθετα, η αλληλέγγυα ευθύνη για την καταβολή του οφειλόμενου από την εταιρία ΕΝΦΙΑ γεννάται κατ΄ αρθρ. 50 παρ. 1 του ΚΦΔ κατά τη λύση της εταιρίας. Ουσιώδης διαφοροποίηση της παρ. 5 σε σχέση με τις λοιπές παραγράφους του άρθρ. 50 του ΚΦΔ είναι η επιπλέον προϋπόθεση του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της επιβολής των εν λόγω τόκων και προστίμων σε βάρος της εταιρίας και των πράξεων ή παραλήψεων των νομίμων εκπροσώπων της, του εκκαθαριστή ή του προσωρινού διαχειριστή της.
Τα αλληλεγγύως ευθυνόμενα σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρ. 50 του ΚΦΔ πρόσωπα, δύνανται να ασκήσουν έναντι της Φορολογικής Διοίκησης, παράλληλα με την εταιρία, οποιοδήποτε δικαίωμα θα είχε η εταιρία στη διάθεση της. Αυτό θα μπορούσε να γίνει νομολογιακά δεκτό και χωρίς τη θέσπιση της ανωτέρω διάταξης, εντούτοις με αυτήν ισχυροποιείται και καθίσταται αναμφισβήτητο, γεγονός με ιδιαίτερη σημασία δεδομένης της βαρύτατης ευθύνης, που καθιερώνουν οι εν λόγω διατάξεις.
Με την παρ. 6 του άρθρ. 41 του ν. 1640/1919 («κώδιξ νόμων για τη φορολογία των καθαρών προσόδων»), όπως αυτή είχε προστεθεί στον παραπάνω νόμο με την τροποποίησή του από το άρθρ. 19 παρ. 1 του ν.δ. της 19 Μαρτίου του 1923 .
Όπως η διάταξη αυτή προστέθηκε στο νόμο με το άρθρ. 9 παρ. 3 του ν. 4223/2013.
Ασφαλιστικές Οφειλές
Η αλληλέγγυα ευθύνη των διοικούντων εταιρίες για τις εταιρικές ασφαλιστικές οφειλές προβλεπόταν ήδη από το 1999. Με τις νέες διατάξεις του ν. 4321/2015 (ΦΕΚ 32/21.3.2015) για την επανεκκίνηση της οικονομίας επιδιώχτηκε η ρύθμιση των ολοένα αυξανόμενων ληξιπρόθεσμων φορολογικών και ασφαλιστικών οφειλών. Στο πλαίσιο των ανωτέρω διατάξεων θεσπίστηκε εκ νέου η αλληλέγγυα ευθύνη των διοικούντων εταιρίες και για πρώτη φορά και η αλληλέγγυα ευθύνη των μετόχων και εταίρων για τις ασφαλιστικές οφειλές των εταιριών.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τη διάταξη του άρθρ. 31 παρ. 1 του ν. 4321/2015, τα πρόσωπα που είναι νόμιμοι εκπρόσωποι, πρόεδροι, διαχειριστές, διευθύνοντες σύμβουλοι, εντεταλμένοι στη διοίκηση και εκκαθαριστές εταιρίας κατά το χρόνο της διάλυσης ή συγχώνευσής της, ευθύνονται προσωπικώς και αλληλεγγύως για την καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών, πρόσθετων τελών, προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων, που οφείλονται από την εταιρία προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσής τους. Μάλιστα, κατά ρητή επιταγή του νόμου, η προσωπική και αλληλέγγυα ευθύνη των προσώπων που έχουν τις παραπάνω ιδιότητες για την καταβολή των οφειλόμενων από την εταιρία ασφαλιστικών εισφορών, πρόσθετων τελών, προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων καθιερώνεται και κατά τη διάρκεια λειτουργίας της.
Περαιτέρω, μεταξύ άλλων, οι διοικούντες εταιρίες που φέρουν προσωπική και αλληλέγγυα ευθύνη για τις εταιρικές οφειλές έναντι των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης, έχουν τη δυνατότητα να εξοφλήσουν ή να ρυθμίσουν αυτοτελώς, κατά τις εκάστοτε ισχύουσες περί ρυθμίσεως οφειλών διατάξεις, τις ασφαλιστικές οφειλές της εταιρίας, που υπήρχαν κατά την ανάληψη των καθηκόντων τους, καθώς και αυτές που δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια της θητείας τους, ανεξαρτήτως του χρόνου βεβαίωσής τους (άρθρ. 31 παρ. 3 του ν. 4321/2015). Με τη ρύθμιση αυτή παρέχεται πλέον η ανωτέρω δυνατότητα στα αλληλεγγύως συνυπόχρεα πρόσωπα να εξοφλήσουν ή και να ρυθμίσουν αυτοτελώς τα εταιρικά χρέη, απαλλάσσοντας τόσο την εταιρία όσο και τους εαυτούς τους από τις επιπτώσεις, που συνεπάγεται η καθιέρωση προσωπικής ευθύνης για ασφαλιστικές οφειλές. Επιπλέον, τα αλληλεγγύως συνυπόχρεα για την καταβολή των εταιρικών ασφαλιστικών οφειλών πρόσωπα - κατά αναλογία με τη διάταξη του άρθρ. 50 παρ. 7 του ΚΦΔ αναφορικά με τις φορολογικές οφειλές - δύνανται να ασκήσουν έναντι των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης, παράλληλα με την εταιρία, οποιοδήποτε δικαίωμα θα είχε η εταιρία στη διάθεσή της.